- προσθέτων
- πρόσθετοςput tofem gen plπρόσθετοςput tomasc/neut gen plπρόσθετοςput tomasc/fem/neut gen plπροστίθημιput toaor imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσθετῶν — προσθέτης accelerating masc gen pl προσθετέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
πελαργονικός — ή, ό φρ. «πελαργονικό οξύ» χημ. οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως εννεανοϊκό ή εννεϋλικό οξύ, το οποίο απαντά στα φύλλα ορισμένων ειδών πελαργονίου και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και για την παραγωγή λακκών,… … Dictionary of Greek
πρόσταξη — η / πρόσταξις, άξεως, ΝΜΑ [προστάσσω] διαταγή, προσταγή αρχ. 1. πρόσθετη τοποθέτηση ενός πράγματος σε ένα άλλο 2. τοποθέτηση πρόσθετων στρατευμάτων στη φάλαγγα 3. φρ. α) «πρόσταξιν ποιοῡμαι» α) προστάζω β) (στην Αθήνα) απαιτώ ορισμένο αριθμό… … Dictionary of Greek
ρόγχος — και ρόχος, ο, Ν [ρέγχω] 1. ροχαλητό, ροχάλισμα 2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις 3. (φρ) «επιθανάτιος… … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek